Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η προσταγή

  • 1 προσταγή

    [простаги] ουσ. в. приказ, предписание,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσταγή

  • 2 приказание

    приказание с η προσταγή
    * * *
    с
    η προσταγή

    Русско-греческий словарь > приказание

  • 3 веление

    велени||е
    с ἡ προσταγή, τό πρόσταγμα:
    по \велениею долга ὑπακούοντας στή φωνή τοδ καθήκοντος· ◊ по щучьему \велениею (из сказки) ὡς διά μαγείας.

    Русско-новогреческий словарь > веление

  • 4 команда

    команд||а
    ж
    1. (приказ) ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, ἡ προσταγή, τό πρόσταγμα:
    подавать \командау δίδω διαταγήν, διατάζω, διατάσσω· слова \командаы ἡ διαταγή, τό πρόσταγμα· 2· (воинская часть) τό ἀπόσπασμα στρατού, ἡ ὁμάς; саперная \команда τό ἀπόσπασμα μηχανικοῦ·
    3. мор. τό πλήρωμα·
    4. спорт. ἡ ὀμάδα [-άς]:
    футбольная \команда ἡ ποδοσφαιρική ὁμάδά ◊ пожарная \команда τό πυροσβεστικό σώμα.

    Русско-новогреческий словарь > команда

  • 5 приказ

    приказ
    м
    1. ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, τό πρόσταγμα, ἡ προσταγή:
    по \приказу κατά διαταγήν, κατ' ἐντολήν выполнять боевой \приказ ἐκτελώ στρατιωτική διαταγή· отдавать \приказ δίνω διαταγή·
    2. ист. ἡ ὑπηρεσία (εσωτερικών, ἐξωτερικών, οίκονομικών ὑποθέσεων κ.λ.π.) στή Ρωσία τό 16-18 αἰώνα

    Русско-новогреческий словарь > приказ

  • 6 веление

    [βιλιένιιε] ουσ. ο. προσταγή

    Русско-греческий новый словарь > веление

  • 7 веление

    [βιλιένιιε] ουσ ο προσταγή

    Русско-эллинский словарь > веление

  • 8 веление

    ουδ.
    διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•

    по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•

    веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•

    веление долга η φωνή του καθήκοντος.

    Большой русско-греческий словарь > веление

  • 9 изволить

    ρ.δ.
    1. παλ. θέλω, επιθυμώ•

    чего -те? τι επιθυμείτε;

    2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•

    господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•

    -ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•

    вы -ите шутить αστειεύεστε•

    -ите ли видеть βλέπετε;•

    вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,

    προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•

    -те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•

    изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•

    дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•

    -те выйти βγήτε έξω•

    -те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.

    -те! παρακαλώ!

    εκφρ.
    чего -ите?παλ. τι επιθυμείτε;

    Большой русско-греческий словарь > изволить

  • 10 категорический

    επ.
    κατηγορηματικός•

    -ое опровержение κατηγορηματική διάψευση•

    категорический ответ κατηγορηματική απάντηση.

    εκφρ.
    категорический императив – (στη φιλοσ. του Καντ) κατηγορηματική προσταγή (υπέρτατη επιταγή του ηθικού νόμου)•
    - ое суждение – κατηγορική κρίση.

    Большой русско-греческий словарь > категорический

  • 11 команда

    θ.
    1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•

    давать -у δίνω παράγγελμα•

    слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.

    2. διοίκηση•

    принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.

    3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•

    команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•

    сапёрная команда τμήμα μηχανικού•

    пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•

    спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•

    жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.

    4. το πλήρωμα σκάφους.
    (αθλτ.) ομάδα•

    футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.

    εκφρ.
    как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•
    доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου).

    Большой русско-греческий словарь > команда

  • 12 повеление

    ουδ. (γραπ. λόγος)• διαταγή, προσταγή, κέλευσμα εντολή•

    по -ю короля με βασιλική διαταγή.

    Большой русско-греческий словарь > повеление

См. также в других словарях:

  • προσταγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγή — η, ΝΜΑ [προστάσσω] η ενέργεια τού προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα νεοελλ. 1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο 2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • προσταγῇ — προστάσσω place aor subj pass 3rd sg προστάσσω place aor subj pass 3rd sg προστάσσω place aor subj pass 3rd sg προσταγή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγή — η η πράξη του προστάζω, διαταγή, παράγγελμα: Στις προσταγές σου! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσταγαῖς — προσταγή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγαί — προσταγή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγῆς — προσταγή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγήν — προσταγή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • προστακτικός — ή, ό / προστακτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσταχτικός, ή, ό, Ν [προστακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική (ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις… …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»